- ορίζοντας
- (Αστρον.). Η νοητική κυκλική γραμμή, που ορίζεται από το κάθετο προς τη διεύθυνση του ζενίθ επίπεδο και συναντά την ουράνια σφαίρα. Βλ. λ. ουρανός.
* * *ο (Α ὁρίζων)η κυκλοτερής νοητή γραμμή κατά την οποία ο ουρανός φαίνεται να εφάπτεται με το έδαφος ή με την επιφάνεια τής θάλασσαςνεοελλ.1. αστρον. ο μέγιστος κύκλος τής ουράνιας σφαίρας που σχηματίζεται από την τομή της με το οριζόντιο επίπεδο2. (εδαφολ.) χαρακτηριστικό στρώμα τού εδάφους που αποτελεί τμήμα μιας διαφοροποιημένης από χημική και βιολογική άποψη εδαφικής σειράς σε μία κάθετη τομή τού εδάφους3. μτφ. α) τα όρια μέσα στα οποία εκτείνονται γνώσεις, ενέργειες, αντιλήψεις, προοπτικές ή αποτελέσματα (α. «η ανακάλυψη τής πενικιλίνης άνοιξε νέους ορίζοντες στη θεραπευτική» β. «η παιδεία ανοίγει τους πνευματικούς ορίζοντες τού ανθρώπου»)β) κατάσταση, κύκλος πραγμάτων («ο πολιτικός ορίζοντας είναι πολύ σκοτεινός»)4. φρ. α) «ορίζοντας ασυρμάτου»(ραδιοηλ.) ο τόπος τών σημείων τής γήινης επιφάνειας στα οποία τα κύματα που εκπέμπονται απευθείας από τον ασύρματο εφάπτονται με την επιφάνεια τού εδάφουςβ) «ορίζοντας συμβάντων» ή «ορίζοντας γεγονότων»(φυσ.-αστρον.) η νοητή γραμμή πέρα από την οποία η παρατήρηση τών γεγονότων δεν είναι δυνατή ή εμποδίζεται κατά έναν ορισμένο τρόπογ) «στρωματογραφικός ορίζοντας»γεωλ. συγκεκριμένου πάχους γεωλογικό στρώμα το οποίο είναι σαφώς καθορισμένο όσον αφορά τον τύπο τού πετρώματος, τη δομή, τα περιεχόμενα απολιθώματα και τα άλλα φυσικά χαρακτηριστικά του, καθώς και τα στρωματογραφικά όριά τουαρχ.1. (στη φιλοσοφία τών Πυθαγορείων) ονομασία τού αριθμού 9, επειδή με αυτόν τελειώνει η σειρά τών μονάδων2. ο μεσημβρινός που τέμνει άλλον μεσημβρινό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. τού ρήματος ὁρίζω. Τον τ. ορίζων δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. horizon) και από αυτήν οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. horizon, γερμ. Horizont, γαλλ. horizon)].
Dictionary of Greek. 2013.